νέωτα

νέωτα
νέωτα (Α)
επίρρ. (συν. στη φρ.) «εἰς νέωτα» και «είς νέωτα» — τον επόμενο χρόνο («εἰς νέωτα πολλῶν καὶ καλῶν πάλιν σοι πλήρης ἡ πόλις ἔσται», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από συμφυρμό τού νέος και ενός τ. τής λ. ἔτος* (πρβλ. πέρυσι). Μερικοί θεωρούν ως αρχικό αμάρτυρο τ. το *νεFόFατα, αλλά το φωνήεν -α- τού τ. αυτού δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Άλλοι ανάγουν τη λ. σε *νεFόFωτα, θεωρώντας το -ω- ως αρχαϊσμό και παραβάλλοντάς τον με τον τ. ὦπα* (το -ω- όμως τού ὦπα συνδέεται με το θέμα τού ὄψομαι). Η πιθανότερη, ωστόσο, άποψη είναι εκείνη κατά την οποία η λ. ανάγεται σε αρχικό αμάρτυρο τ. *νεώτει < *νεω(ι)έτει, ενώ η κατάληξη -τα τού νέωτα οφείλεται σε αναλογική επίδραση επιρρημάτων σε -τα (πρβλ. εἶτα, ἔπειτα κ.λπ.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νέωτα — next year indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέωτ' — νέωτα , νέωτα next year indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέω — (I) νέω (Α) 1. πλέω, κολυμπώ 2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με ε , πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί… …   Dictionary of Greek

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • u̯et- (*su̯et-) —     u̯et (*su̯et )     English meaning: year     Deutsche Übersetzung: “Jahr”     Note: Gk. ἔνος “year” : Lat. annus “year” (*atnos ) “year” : O.Ind. hü yana “yearly”, hüyana m. n. “year” prove that Root en 2 : “year” : Root at , *atno : “to… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”